-
1 συνθήκη
η1) (чаще πλ.) условие; обстоятельство;σε εύνςϊκές (δυσμενείς) συνθήκες — или υπό εύνοϊκάς (δυσμενείς) συνθήκας — при благоприятных (неблагоприятных) условиях;
στίς σημερινές συνθήκες — или υπό τάς παρούσας συνθήκας — при настоящих условиях;
κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες — при любых условиях;
οι συνθήκες δεν επιτρέπουν — условия не позволяют;
κατά συνθήκη — или εκ συνθήκης — или διά συνθήκης — по условию;